- παρέπλευσαν
- παραπλέωsail byaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραπλέω — ιων. τ. παραπλώω, ΝΑ 1. πλέω παραλλήλως προς κάτι και σε μικρή απόσταση από αυτό («παρέπλωε παρὰ τὰς πρῴρας τῶν νεῶν, ἐπειρωτῶν τε ἑκάστας», Ηρόδ.) 2. πλέω παρά την ακτή (α. «παραπλέουμε το Σούνιο» β. «παρέπλευσαν ἐς Σικυῶνα», Θουκ.) αρχ. μτφ.… … Dictionary of Greek
Πόλο, Μάρκο — (Marco Polo, Βενετία ή Κούρτσολα 1254 – Βενετία 1324). Ιταλός εξερευνητής. Γιος του Νικολό Πόλο, πλούσιου εμπόρου, που, μαζί με τον αδελφό του, Μανέο, έκανε συχνά εμπορικά ταξίδια στα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου και της Ανατολικής Μεσογείου·… … Dictionary of Greek